- ἐννεάχιλοι
- ἐννεᾰ-χῑλοι, αι, α, [dialect] Ep. for ἐνάκις χίλιοι,A nine thousand, Il.5,860 (v. foreg.); ἄνδρες Ps.-Luc.Philopatr.6: sg., κτύπος -χιλος noise as of 9,000, Nonn.D.8.45.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εννεάχιλοι — ἐννεάχιλοι, αι, α (επικ. τ. αντί ἐνάκις χίλιοι) (Α) εννέα χιλιάδες («ὅσσον τ έννεάχιλοι ἐπίαχον», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
ἐννεάχιλοι — ἐννεάχῑλοι , ἐννεάχιλοι nine thousand masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάχιλοι — και δεκάχειλοι, αι, α (Α) δέκα χιλιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + χιλοι < χίλιοι (πρβλ. εννεάχιλοι)] … Dictionary of Greek